-
1 момент
1. (физ., мех.) η ροπή- затяжки (напр. винта гайки) - σύσφιξηςкинетический - см. - импульса - количества движения см. - импульса - коррекции (в гироскопических приборах) - της τροποποίησης- крена (ав.мор.) - της κλίσηςкренящий - см. - крена критический - κρίσιμη -крутящий - см. - кручения - кручения - της στρέψης, στρέφουσα -- площади статический - του εμβαδού, στατικήтормозной - του φρένου/της πέδηςугловой - см. - импульса ускоряющий - της επιτάχυνσης2. (миг, мгновение) ηστιγμή 3. (отдельная сторона какого-л. явления) τοστοιχείο, η πλευρά.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > момент
-
2 диаграмма
το διάγραμμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > диаграмма
-
3 информация
η πληροφορία, η ενημέρωση, τα στοιχεία/δεδομέναРусско-греческий словарь научных и технических терминов > информация
-
4 θαυμαστός
A wonderful, marvellous, first in neut. as Adv.,θαυμαστὸν γανόωντα h.Cer.10
; ἔργα μεγάλα καὶ θ. Hdt. 1 Prooem.;θ. καρπός Id.9.122
; θ. λόχος γυναικῶν, of the Furies, A.Eu.46; , etc.;ὃ πάντων -ότατον Pl.Smp. 220a
; θ. πλέγμα, Medic., the rete mirabile, Gal.5.196: c. acc.,θαυμαστὴ τὸ κάλλος Pl.Phd. 110c
;πᾶσαν ἀρετήν Id.Lg. 945e
: c. gen.,τῆς εὐσταθείας Plu.Publ.14
;τῆς ἐπιεικείας Id.Per.39
: c. dat.,πλήθει Id.Caes.6
;πλέοσι ἐσόμεθα θωμαστότεροι Hdt. 9.122
;πρός τι Plu.2.980d
: folld. by an interrog., εἰ, etc., θαυμαστὸν ὅσον.. , Lat. mirum quantum, Pl.Tht. 150d, etc.;θαυμαστὸν ἡλίκον D.24.122
;θαυμαστά γ', εἰ.. X.Smp.4.3
; οὐδὲν θ., εἰ.., Pl.Phdr. 279a, R. 390a;οὐ δὴ θ., εἰ.. D.2.23
. Adv. ;θαυμαστῶς ὡς σφόδρα Id.R. 331a
: neut. pl. as Adv., Id.Smp. 192b;θαυμαστὰ ὡς S.Fr. 960
, E.IA 943.II admirable, excellent, πατήρ, υἱός, ὄλβος, Pi.P.3.71,4.241, N.9.45; ἁνὴρ γὰρ οὐ στενακτὸς.., ἀλλ' εἴ τις βροτῶν θ. S.OC 1665; iron.,πράξας μὲν εὖ θ. ἂν γένοιτ' ἀνήρ A.Pers. 212
; strange, absurd,θ. καὶ γελοῖα Pl.Tht. 154b
; θαυμαστὰ δρῶντες ib. 151a; θαυμαστὰ ἐργάζεται behaves in an extraordinary way, Id.Smp. 213d, cf. ;θαυμαστὸν ποιεῖς, ὅς.. X.Mem.2.7.13
;ὦ θαυμαστέ Pl. Plt. 265a
;ὦ θαυμαστότατοι X.An.7.7.10
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θαυμαστός
-
5 θαυμαστός
θαυμαστός (vgl. ϑαυμάσιος), bewundert, wunderbar, bewundernswerth; H. h. Cer. 10; oft bei Pind., πατήρ, υἱός, στρατός, ὄλβος, P. 3, 71. 4, 241. 2, 47 N. 9, 45; oft in Prosa, ἔργα μεγάλα καὶ ϑαυμαστά Her. 1, 1, ἀ νὴρ ϑ. καὶ δεινός Plat. Rep. X, 596 c; auch ὦ ϑαυμαστέ, wie ὦ ϑαυμάσιε, Polit. 265 a; ϑαυμαστὸς τῆς εὐσταϑείας, wegen, Plut. Popl. 14; – οὐδὲν ϑαυμαστόν ἐστι, es ist nicht zu verwundern, Dem. 11, 19; ὃ πάντων ϑαυμαστότατον ἀκοῠσαι, ὅτι Plat Symp. 220 a; ϑαυμαστὸν ποιεῖς, ὅς Xen. Mem. 2, 7, 13; ϑαυμαστὸν ὅσον, Wunder wie viel, mirum quantum, Plat. Theaet. 150 d; ϑαυμαστὸν ἡλίκον Dem. 24, 122; – mit folgdm εἰ, Xen. Symp. 4, 3. – Adv., z. B. ϑαυμαστῶς ὡς σφόδρα Plat. Rep. I, 331 a.
-
6 θαυμαστος
ион. θωϋμαστός и θωμαστός 31) достойный удивления, удивительный, изумительный, замечательный(ἔργα Her., NT.; στρατός Pind.; ἀνήρ Plat.; σημεῖον NT.)
θ. τό κάλλος Plat. — замечательно красивый;θ. ὅ ἀνέρ τῆς εὐσταθείας Plut. — человек с удивительным самообладанием2) удивительный, странный, непонятныйοὐδὲν τούτων θαυμαστὸν ἐμοί Soph. — ничто из этого меня не удивляет;
θαυμαστὸν ποιεῖς Xen. — странно ты поступаешь3) нелепый(θαυμαστὰ καὴ γελοῖα Plat.)
ὦ θαυμαστέ! ирон.-ласк. Plat. — ах ты чудак! -
7 опыт
1. (эксперимент) το πείραμα 2. (практика) η πείραη πρακτικήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > опыт
-
8 перо
1. (оперение) το φτερό 2. (писчее) η πένα, το φτερό, η γραφίδα 3. (плавник у рыбы) το πτερύγιο του ιχθύος/ψαριού 4. (лопасть у различных приспособлений, инструментов и т.п.) το πτερύγιοобтекаемое - руля мор. υδροδυναμικό - του πηδαλίουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > перо
-
9 плечо
1. тех. ο βραχίονας, ο βραχίων-восстанавливающего момента ο μοχλο-βραχίονας ευστάθειας (ανόρθωσης/επανα-φοράς)- статической остойчивости - της στατικής ευστάθειας, μετακεντρικός -2. анат. о ώμος, ο βραχίονας, ο βραχίων.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > плечо
-
10 защита
1. тех. η προστασί/α, η ασφάλειαбалансная эл. - ευστάθειαςбыстродействующая - эл. άμεση -- корпуса анодная мор. - του σκάφους διά ανοδίωνосновная - эл. κύρια -- от ржавчины - από σκωρία/σκουριάпротекторная мор. - μέσω ανοδίων ψευδαργύρουпротивопожарная - ηπυροπροστασία, η πυρασφάλειαрадиационная - το σύνολο των μέσων προστασίαςαπό ακτινοβολία/ραδιενέργεια2. юр. η υπερά-σπισ/η, η προστασία 3. (в спорте) η άμυνα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > защита
-
11 εὐστάθεια
εὐστάθ-εια [pron. full] [ᾰ] (also [suff] εὐσταθ-ία IPE12.91.11 (Olbia, ii/iii A.D.), poet. [suff] εὐσταθ-ίη AP12.199 (Strat.)), ἡ,A stability, tranquillity, coupled with εὐνομία, Ph. 1.248; κατὰ τὰς πόλεις ib. 680;ὑπὲρ εὐσταθείας τῆς πόλεως IPE12.94.11
([place name] Olbia);τὴν Αἴγυπτον ἐν εὐ. διάγουσαν OGI669.4
(Egypt, i A.D.);εὐστάθειαν τῷ Βακχείῳ SIG1109.15
(ii A.D.).2 esp. of bodily health,εὐ. σαρκός Epicur. Fr.8
, 424, Olympic. ap. Gal.10.56.3 of persons, εὐσταθίη ἡ ἐν ἑωυτῷ self-possession, Hp. Decent.12; stedfastness, tranquillity, Phld.Mus.p.33K., Ph.1.231, al.;ἐν βουλαῖς Plu.2.342f
, al.;τῆς ψυχῆς Ath.Med.
ap. Orib.inc.21.20, cf. Ptol. Tetr.11; steadiness,ὁρμῶν Stoic.3.65
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐστάθεια
-
12 запас
1. (то, что запасено) το απόθεμαпополнять - συμπληρώνω/αναπληρώνω τα - ταмалые - ы μικρά - τα, ελάχιστα - ταнеизрасходованный - αχρησιμοποίητο -, μη χρησιμοποιημένο -неистощимые - ы ανεξάντλητα/αστείρευτα - ταнеисчерпаемые - ы см. неистощимые - ы2. (резерв) η εφεδρεία 3. (характеристика конструкции) η ανοχή, το επιτρεπόμενο όριο 4. текст. το γύρισμα 5. (слов) лингв. το λεξιλόγιοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > запас
См. также в других словарях:
πυρήνας — Δομικό συστατικό, που σε κάθε κύτταρο, ζωικό ή φυτικό, διαδραματίζει βασικό ρόλο στη σύνθεση των ειδικών πρωτεϊνών και στις διεργασίες αναπαραγωγής. Συνήθως πρόκειται για ένα σφαιρικό στοιχείο που, οροθετούμενο από μια δική του μεμβράνη,… … Dictionary of Greek
μηχανική — Επιστήμη που μελετά την κίνηση και την ισορροπία των σωμάτων. Ανάλογα με τον τομέα έρευνας και με τις αρχές στις οποίες βασίζεται η έρευνα αυτή, διακρίνονται μία κλασική μ. (ή απλώς μ.), μία σχετικιστική μ. και μία κβαντική μ. Οι νόμοι της… … Dictionary of Greek
Μάξγουελ, Τζέιμς Κλερκ — (James Clerk Maxwell, Εδιμβούργο 1831 – Κέιμπριτζ 1879). Άγγλος φυσικομαθηματικός. Είχε φανερώσει δείγματα ιδιαίτερης ευφυΐας από πολύ μικρή ηλικία (ήταν 14 ετών όταν παρουσίασε την πρώτη του εργασία). Ακολούθησε μαθήματα πρώτα στο πανεπιστήμιο… … Dictionary of Greek
υλικός — ή, ό / ὑλικός, ή, όν, ΝΜΑ [ὕλη] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ύλη ή αποτελείται από ύλη, σε αντιδιαστολή προς τον άυλο (α. «υλικός κόσμος» β. «ὑλικὴ ουσία», Αριστοτ.) 2. εγκόσμιος, γήινος, φθαρτός, σε αντιδιαστολή με τον υπερκόσμιο, τον… … Dictionary of Greek
Τζινς, σερ Tζέιμς — (Jeans, Λονδίνο 1877 – ;). Άγγλος φυσικομαθηματικός και αστρονόμος. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ στην Αγγλία και, όταν αποφοίτησε, δίδαξε τα εφαρμοσμένα μαθηματικά αρχικά στο Κέμπριτζ και στη συνέχεια στο αμερικανικό πανεπιστήμιο του… … Dictionary of Greek
πετρελαιοφόρο — (και συνηθέστερατάνκερ). Πλοίο προορισμένο να μεταφέρει αργό π. και τα παράγωγά του. Τα μεγάλα πετρελαιοφόρα εκτελούν μεταφορές από λιμάνια κοντά στους τόπους εξόρυξης του π. σ’ εκείνα που βρίσκονται κοντά στα διυλιστήρια π. ή μεταφορά στον τόπο… … Dictionary of Greek
благостояниѥ — БЛАГОСТО˫АНИ|Ѥ (8*), ˫А с. Твердость, стойкость в благих намерениях, постоянство; установленный порядок, покой: Ц(с)рвъ некто писець повѣдаше... придохъ въ цр҃квь ст҃ы˫а б҃ца в халкопратию. хотѩ насытитисѩ пени˫а. и чтени˫а и бл҃госто˫ани˫а. Пр… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
σαβούρα — η (λ. λατ.) 1. βάρος που προστίθεται στα πλοία για την αύξηση της ευστάθειάς τους, έρμα. 2. απορρίμματα, άχρηστα πράγματα: Πούλησε τα καλά πράγματα και του έμεινε η σαβούρα. 3. μτφ., κατώτατα κοινωνικά στρώματα: Μαζεύτηκε στο γάμο τους όλη η… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ЕВСТАФИЙ ПЛАКИДА — [греч. Εὐστάθιος Πλακίδας; лат. Еustathius (в нек рых текстах Eustachius) Placidas] († ок. 118), вмч. (пам. 20 сент.), пострадал в Риме вместе с женой Феопистией и сыновьями Агапием и Феопистом при имп. Адриане. Житие было первоначально… … Православная энциклопедия
ευστάθεια — Στη ναυτική ορολογία είναι η ικανότητα ενός πλωτού μέσου ή σώματος που έχει καταδυθεί να επανέρχεται στην κανονική θέση ισορροπίας του όταν απομακρυνθεί από αυτή για μια οποιαδήποτε αιτία, όπως, για παράδειγμα, τα κύματα, οι μεταβολές και… … Dictionary of Greek
ραδιενέργεια — Ιδιότητα ορισμένων στοιχείων να αποσυνθέτουν αυτόματα (φυσική ρ.) ή τεχνητά (τεχνητή ρ.) τους ατομικούς πυρήνες, με εκπομπή σωματιδιακών ακτινοβολιών (α και β) και ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας (γ). Οι πρώτες μελέτες επί της φυσικής ρ. ανάγονται … Dictionary of Greek